θηλῶν

θηλῶν
θῆλυς
female
masc/neut gen pl (attic epic doric)
θηλάζω
suckle
fut part act masc voc sg
θηλάζω
suckle
fut part act neut nom/voc/acc sg
θηλάζω
suckle
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
θηλέω
to be full of
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
θηλή
teat
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • μονοκότυλος — η, ο (Α μονοκότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο… …   Dictionary of Greek

  • οδοντινογένεση — η ιατρ. ο σχηματισμός τής οδοντίνης και τών οδοντοβλαστών τών οδοντικών θηλών από το τέλος τού 4ου εμβρυϊκού μήνα …   Dictionary of Greek

  • πολυθηλία — η, Ν βιολ. η ύπαρξη πολλών θηλών στον ίδιο μαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polythelia < πολυ * + θηλή] …   Dictionary of Greek

  • τριχωτός — ή, ό / τριχωτός, ή, όν, ΝΜΑ [τριχῶ] αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός νεοελλ. φρ. α) «τριχωτό δέρμα» ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες β) «τριχωτό τής κεφαλής» το επάνω μέρος τού κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά γ) «τριχωτή… …   Dictionary of Greek

  • υπερθηλία — η, Ν ιατρ. η παρουσία υπεράριθμων θηλών τού μαστού, σηνήθως κατά μήκος μιας γραμμής που συνδέει τις μασχάλες με τις βουβωνικές χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperthelia (< υπερ * + θηλή)] …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • οδοντογονία — οδοντογονία, η και οδοντογένεση, η η πρώτη διάπλαση των οδοντικών θηλών του εμβρύου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”